Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περὶ κριτηρίου

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ЭПИКУР —     ЭПИКУР (Επίκουρος) (342/341, о. Самос 271/270 до н. э. Афины), др. греч. философ, создатель философской школы, получившей название Сад Эпикура (см. эпикуреизм).     Жизнь. Родился на о. Самос в семье афинянина, в 14 лет стал изучать философию …   Античная философия

  • ПТОЛЕМЕЙ или ПТОЛОМЕЙ — •Pttolomaeus, Πτολεμαι̃ος. Это имя мы встречаем во всех странах, где жили греки, особенно в позднейшее время, как имя А) государей, I) в Македонии: 1) зять Аминта II, царя Македонии, по… …   Реальный словарь классических древностей

  • Птолемей —    • Pttolomaeus,          Πτολεμαι̃ος. (или Птоломей). Это имя мы встречаем во всех странах, где жили греки, особенно в позднейшее время, как имя          a) государей,     I. в Македонии:        1. зять Аминта II, царя Македонии, по смерти… …   Реальный словарь классических древностей

  • ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ —     ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ (Πτολεμαῖος ὁ Κλαύδιος, Ἀλεξανδρεύς) (ок. 100 170 н. э.), греческий ученый и философ; работал в Александрии. Сведений о его жизни не сохранилось. Считается, что его основные произведения созданы во времена правления имп.… …   Античная философия

  • EPICURUS — Atheniensis, Philosophus Celebris. sil. Neoclis ex Cherecrata, Gargetto oriundus, ex familia Philaidarum, eius sectae auctor, quae ab ea Epicurea, nominata est, Olympiadis 109. anno tertio, septennio post Platonis excessum. Obiit autem ex urinae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Μαλμπράνς, Νικολά ντε- — (Nicolas de Malebranche, Παρίσι 1638 – 1715). Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος. Ήταν ο μικρότερος γιος του γραμματέα του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΓ’. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο κολέγιο της Μαρς και στη Σορβόνη. Το 1664 χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ποιητική (τέχνη) — Ο όρος, που σημαίνει «τέχνη του ποιείν», του δημιουργείν, είναι συγχρόνως και ο τίτλος του γνωστού αριστοτέλειου έργου (Περί ποιητικής), το οποίο, αφού έγινε για πρώτη φορά γνωστό στη Δύση από τη λατινική μετάφραση του Τζόρτζιο Βάλα (1498),… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»